μούσειος

μούσειος
μούσειος, -ον, αιολ. τ. μοισαῑος, -αία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Μούσες
2. μουσικός
3. φρ. α) «μοισαῑον ἅρμα» — το άρμα τής ποίησης
β) «μοισαῑος λίθος» — μνημείο από άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούσα (Ι) + κατάλ. -ειος (πρβλ. ίππ-ειος, κήπ-ειος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μούσειος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσειος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοισαῖον — Μούσειος of masc acc sg (aeolic) Μούσειος of neut nom/voc/acc sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοισαῖον — Μούσειος of masc acc sg (aeolic) Μούσειος of neut nom/voc/acc sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοισαίων — Μούσειος of fem gen pl (aeolic) Μούσειος of masc/neut gen pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοισαίων — Μούσειος of fem gen pl (aeolic) Μούσειος of masc/neut gen pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μούσειον — Μούσειος of masc/fem acc sg Μούσειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσειον — Μούσειος of masc/fem acc sg Μούσειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοισαίαις — Μούσειος of fem dat pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοισαίαις — Μούσειος of fem dat pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”